σμάραγδος

σμάραγδος
4665 σμάραγδος
{сущ., 1}
смарагд или изумруд – драгоценный прозрачный камень ярко-зеленого цвета.
Ссылки: Откр. 21:19.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σμάραγδος" в других словарях:

  • σμάραγδος — emerald fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμάραγδος — ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία τής ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του αρχ. 1. ως κύριο όν. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • σμάραγδος — ο είδος πολύτιμου λίθου με βαθυπράσινο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμαράγδω — σμάραγδος emerald fem nom/voc/acc dual σμάραγδος emerald fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδοις — σμάραγδος emerald fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδου — σμάραγδος emerald fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδους — σμάραγδος emerald fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδων — σμάραγδος emerald fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδῳ — σμάραγδος emerald fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμάραγδοι — σμάραγδος emerald fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμάραγδον — σμάραγδος emerald fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»